- φρεατορύκτης
- φρεᾱτορύκτης, ου, ὁ,A = φρεωρύχος, EM799.41, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρεατορύκτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρεατορύκτης — ο, ΝΑ, και φρεορύκτης Α φρεατωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. νεκρ ορύκτης, τοιχ ορύκτης] … Dictionary of Greek
φρεορύκτης — ὁ, Α βλ. φρεατορύκτης … Dictionary of Greek